- καταναγραφέω
- κατανα-γρᾰφέω,A ordain duly,
καθά κα ἁ βουλὰ καταναγραφήσῃ IG 14.256.29
([place name] Phintias).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθά κα ἁ βουλὰ καταναγραφήσῃ IG 14.256.29
([place name] Phintias).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.